επιμελητεία — η (Α ἐπιμελητεία) [επιμελητής] νεοελλ. στρατιωτική υπηρεσία που φροντίζει για τον εφοδιασμό τού στρατεύματος με τρόφιμα, πυρομαχικά και κάθε είδους υλικά αρχ. 1. το αξίωμα τού επιμελητή* 2. η λήξη τής αρχής τού επιμελητή … Dictionary of Greek
παρασίτησις — ήσεως, ἡ, Α [παρασιτώ] 1. αποστολή και μεταφορά σιταριού με συνοδεία, η σιτοπομπεία* ή σιταγωγία* 2. προμήθεια, εφοδιασμός με σιτάρι 3. στρατ. ειδική υπηρεσία που είχε ως έργο τον ανεφοδιασμό και την συντήρηση τού στρατεύματος σε περίοδο ειρήνης… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Βάκας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Άμφισσα. Είχε την επιμελητεία διαφόρων στρατοπέδων στη διάρκεια του Αγώνα. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από χωριό της Σπάρτης. Πήρε μέρος στις μάχες εναντίον του εκστρατευτικού σώματος… … Dictionary of Greek
Γεωργακόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης ή Κανέλλος. Καταγόταν από την Παρνασσίδα και πήρε μέρος σε μάχες της ανατολικής Στερεάς. 2. Αναγνώστης ή Χρηστάκης. Καταγόταν από την Ολυμπία και πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Πελοπόννησο. 3. Αναστάσιος.… … Dictionary of Greek
Κουν, Μπέλα — (Béla Kun, Τρανσυλβανία 1886 – Ρωσία 1939). Ούγγρος πολιτικός. Σπούδασε νομικά αλλά δεν άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, επειδή προτίμησε τη δημοσιογραφία και την πολιτική. Πολύ νέος έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο … Dictionary of Greek